- συμφλώ
- -άω, Αβλ. συνθλῶ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνθλώ — συνθλῶ, άω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνθλῶ και συμφλῶ, άω, Α 1. θραύω κάτι συμπιέζοντάς το, συντρίβω 2. (κατ επέκτ.) καταστρέφω εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θλῶ «σπάζω, συντρίβω»] … Dictionary of Greek